Η πυρκαγιά στην Πάρνηθα στάθηκε αφορμή μιας απροσδόκητης και υγιούς, στη βάση της, αντίδρασης του κόσμου για το θέμα «καταστροφή της φύσης» ιδιαίτερα από “bloggers”. Είναι μια αντίδραση που καλό θα είναι να οργανωθεί για την ορθή διαχείριση και προστασία του εθνικού δρυμού της Πάρνηθας και όχι μόνο. Το πώς θα γίνει αυτό είναι ένα ζητούμενο, όπως και το ποιοι θα δώσουν τις ορθές κατευθύνσεις.
Δυστυχώς διαπίστωσα, για άλλη μια φορά, το πόσο αποκομμένος είναι ο κόσμος από θέματα λειτουργίας της φύσης, ειδικά των Μεσογειακών Οικοσυστημάτων, και ποσό λάθος είναι οι κατευθύνσεις δράσης τις οποίες υιοθετεί μεγάλο μέρος του κινήματος της Οικολογίας στην Ελλάδα, τόσο στην καθαρά περιβαλλοντική όσο και στην πολιτική του διάσταση.
Θα ήθελα λοιπόν να θέσω μια σειρά από ζητήματα που πρέπει να συζητηθούν σε αυτό το χώρο ώστε να προσεγγίσουμε το θέμα φωτιές και περιβάλλον με γνώμονα τη διατήρηση της βιοποικλότητας και την «αειφορική διαχείριση».
Ποιοι βάζουν τις φωτιές;
Σε μεγάλο βαθμό τα περιβαλλοντικά και οικολογικά κινήματα υιοθετούν την άποψη ότι οργανωμένα συμφέροντα, με πιθανόν πολιτικές επιρροές είναι υπεύθυνα για τις πυρκαγιές στην Ελλάδα. Είναι έτσι; Έχουμε αλήθεια την ψευδαίσθηση ότι δεν θα οικοπεδοποιούνταν τα δάση και οι «δασικές εκτάσεις» με έντονη οικιστικό ενδιαφέρον (πχ. η Πεντέλη) αν δεν καιγόταν; Βεβαίως ο καθένας μας προβληματίζεται από το γεγονός ότι πλήθος καμένων περιοχών αποχαρακτηρίζονται και οικοπεδοποιούνται στην χώρα μας. Αλλά αποχαρακτηρισμοί και οικοπεδοποιήσεις γίνονται ούτως ή άλλως σε μεγάλη κλίμακα και σε πολλές περιοχές που δεν έχουν καεί για δεκαετίες. Στην Κρήτη ειδικά τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά, ενίοτε προκλητικά, αρκεί να αναφέρω τον αποχαρακτηρισμό της έκτασης όπου έγινε το Γηπέδο Γκόλφ Χερσονήσου. Είναι λοιπόν τουλάχιστον παράδοξο να καίει κάποιος κάποια δασική έκταση, να μειώνει ουσιαστικά και την οικονομική αξία της Γης, για να οικοπεδοποιεί μετά μέσα στα καμένα εδάφη. Εκεί όπου η πιθανότητα χαρακτηρισμού ως αναδασωτέας έκτασης θα κάνει τα πράγματα πολύπλοκα και η τυχόν αυθαιρεσία θα δείχνει δαχτυλοδειχτούμενη.
Γενικά η τάση να ρίχνουμε τις ευθύνες σε «εμπρηστές» που ποτέ δεν βρίσκονται, ακόμα και σε «ξένους πράκτορες» απλά απαλλάσσει τους αληθινούς «ένοχους» από τις ευθύνες τους. Είναι τουλάχιστον παράδοξο να μην τονιστεί η τεράστια ευθύνη της ΔΕΗ που κρατάει τους πυλώνες της εναέρια στα εύφλεκτα μεσογειακά δάση και στους θαμνότοπους. Στην περίπτωση της Πάρνηθας η ευθύνη της σχεδόν αποδεικνύεται από αυτόπτες μάρτυρες και σχετικά βίντεο αλλά η τάση απόδοσης των ευθυνών σε δήθεν εμπρηστές «που άναψαν 17 ταυτόχρονες εστίες» θα την απαλλάξει για άλλη μια φορά!
Πέρα από τη ΔΕΗ υπάρχουν ασφαλώς οι λεγόμενοι εμπρηστές από «αμέλεια». Σε περιοχές με πυκνό οδικό δίκτυο, σε περιοχές που διαρκώς ανοίγονται δρόμοι και «αντιπυρικές» λωρίδες που πλέον προσεγγίζονται ευκολότατα, όχι τόσο από τους ντόπιους αλλά κυρίως από τους κατοίκους των αστικών κέντρων με τα 4x4 οχήματά τους. Παράλληλα οι άφθονες χωματερές και τα λογής πεταμένα σκουπίδια σε κάθε γωνιά, σε κάθε κοιλάδα και φαράγγι αποτελούν εν δυνάμει εστίες προσανάμματος. Με τόσα παραδείγματα είναι παράλογο να μιλάμε οπουδήποτε για οικοπεδοφάγους. Όταν η αμέλεια ξεπερνά τα όρια και οι ένοχοι είναι εύκολο να δειχθούν, από τις γενικότερες ευθύνες της πολιτείας μέχρι τις εξειδικευμένες της τοπικής αυτοδιοίκησης και του απλού πολίτη. Γιατί δε λέμε τα πράγματα με το όνομά τους;
Βεβαίως είναι επίσης κοινώς παραδεκτό ότι πολλές φωτιές στην Ελλάδα είναι πράγματι εμπρησμοί από πρόθεση, κυρίως από κτηνοτρόφους. Η περίπτωση «διαχείρισης» των βοσκοτόπων με τη φωτιά είναι πανάρχαια και σε πάρα πολλές περιπτώσεις δεν έρχεται καθόλου σε αντίθεση με τις λειτουργίες της φύσης! Κατά πλειονότητα οι βοσκοί βάζουν φωτιές το φθινόπωρο και οι φωτιές αυτές είναι μικρής κλίμακας. Όμως όταν αυτές ξεφύγουν τον «έλεγχο» και προκαλέσουν πρόβλημα ποτέ κανένας «ύποπτος» δεν τιμωρείται αν και δεν θα ήταν τόσο δύσκολο να βρεθεί. Για το θέμα ιδιαίτερα στην Κρήτη τηρείται σιωπή και έχω ακούσει ακόμα και υπεύθυνους δασικούς να «παρακαλάνε» τον κόσμο στο ύπαιθρο να περιμένει το φθινόπωρο για να κάψει τους «ασπαλάθους».
Είναι παράδοξο που πράγματα αυτονόητα σε άλλους λαούς και κράτη, όπως η γνώση για την πυρροφιλία της χαλεπίου και της τραχείας πεύκης εδώ δεν συζητιέται καν και μένει στα χαρτιά ορισμένων επιστημονικών κύκλων. Ακόμα και επώνυμα άρθρα διακεκριμένων επιστημόνων περνάνε χωρίς σχολιασμό. Όμως οι φωτιές στα Μεσογειακά Οικοσυστήματα είναι ένα μέρος του κύκλου ζωής τους. Έτσι για παράδειγμα 100 χρόνια θεωρείται λογικό να καεί ένα πευκοδάσος. Όλα τα φυτά, αλλά και τα περισσότερα ζώα έχουν προσαρμοστεί στη φωτιά ως μια φυσική διαδικασία. Σε όλες τις περιπτώσεις η φυσική αναγέννηση έρχεται γρήγορα και αποδίδει μεγάλη ποικιλότητα σε χλωρίδα και πανίδα από τα πρώτα χρόνια μετά τη φωτιά. Αρκούν δύο πράγματα: να μην (υπερ)βοσκηθεί το καμένο έδαφος τα 2-3 πρώτα χρόνια και να μην ξανακαεί σύντομα. Πλέον, στη σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα απαιτείται κάτι ακόμα, να προστατευτεί και από την καταπάτηση και «αξιοποίηση».
Τι πρέπει να γίνεται αμέσως μετά τη φωτιά; Γιατί ΟΧΙ στις Αναδασώσεις
Για παράδειγμα τρία απλά πράγματα χρειάζονται τώρα στην Πάρνηθα: όχι βόσκηση, κανένα έργο τύπου δεντροφυτεύσεων και άλλα που ακούγονται και βέβαια προστασία όλης της καμένης και άκαφτης περιοχής από λογής καταπατήσεις. Αρκεί αυτό; Ναι αρκεί!
Οι γνώμες που ακούγονται για ανάγκη τεχνητής αναδάσωσης των καμένων περιοχών, και ειδικά για την Πάρνηθα, ακόμα και με ξενικά είδη είναι απλώς ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΕΣ. Η τεχνητή αναδάσωση κατά κανόνα, όπου έχει γίνει στην Ελλάδα, γίνεται είτε με τα φυτά των φυτωρίων των δασαρχείων είτε μέσω εργολαβίας. Το τι είδος θα μπει τελικά εξαρτάται από το «τι είναι διαθέσιμο» και στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό είναι το εύφλεκτο πεύκο ή άλλα διάφορα είδη κωνοφόρων και πλατύφυλλων, συχνότατα ξενικά και μη κατάλληλα για το περιβάλλον της καμένης έκτασης. Μάλιστα ορισμένα από αυτά τα είδη προτιμώνται γιατί αναπτύσσονται γρήγορα, άρα αποδίδουν στο «μάτι», αλλά και γιατί αποδίδουν καλύτερα «οικονομικά». Υπάρχουν περιπτώσεις που μια καμένη έκταση αναγεννήθηκε φυσικά, πλούτισε σε βιοποικιλότητα αλλά επειδή «είχε προκυρηχτεί ή εργολαβία» εκχερσώθηκε! για να φυτευτούν τα «δασικά» είδη της αρεσκείας του εργολάβου. Εκτός αυτού πολλές εκτάσεις με σημαντική βιοποικιλότητα, βοσκότοποι με φρύγανα ή μακκία βλάστηση εκχερσώνονται, αν και δεν έχουν καεί, για να «δασωθούν» τελικά με εύφλεκτα και συχνά ξένα στο περιβάλλον είδη, χαρακτηριστικό παράδειγμα τα πεύκα στο Πήλιο. Ουσιαστικά με τις «αναδασώσεις» κάνουμε καλλιέργεια και όχι δάσος άρα κάτι ευαίσθητο και άμεσα εξαρτώμενο από τον άνθρωπο. Δεν νοείται λοιπόν να κάνουμε αναδασώσεις, ειδικά σε περιοχές προστατευόμενες, με κανένα τρόπο! Αλλά ούτε και σε «περιαστικά» εδάφη γιατί φέρνουμε τη μελλοντική φωτιά στο σπίτι μας!
Για να γυρίσω στην περίπτωση του ελατοδάσους της Πάρνηθας. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει επαρκής παρατήρηση, πείραμα, και μελέτη των δασικών πυρκαγιών και πολλοί αναμασούν δεδομένα από την βορειοευρωπαϊκή εμπειρία, που καμία σχέση δεν έχει με την Ελληνική πραγματικότητα. Αν και έχουν προηγηθεί, τα προηγούμενα χρόνια, πολλές πυρκαγιές, μικρές και μεγάλες, και σε δάση Κεφαλονίτικης Ελάτης (Μαίναλο, Χελμός, Δίρφυς) όπου το έλατο, εκεί που δεν έγινε υπερβόσκηση, αναγεννιέται και επανακάμπτει πολύ γρήγορα, αυτή η «γνώση» δεν αξιοποιείται, και αντίθετα προκρίνονται μέτρα όπως η φύτευση μαυρόπευκων για «σκίαση» των νεαρών ελάτων. Αυτό θα καταφέρει απλά να κάνει το μέλλον της Πάρνηθας «ευφλεκτότερο» και κάποιες τσέπες φυτωριούχων φουσκωμένες! Δεν χρειάζονται λοιπόν καθόλου αναδασώσεις, ούτε στην Πάρνηθα ούτε οπουδήποτε αλλού!
Τα «Αντιδιαβρωτικά» έργα.
Πολλοί βεβαίως λένε ότι το μεγάλο κακό θα γίνει με τη διάβρωση του εδάφους αφού δεν υπάρχει τώρα ο πράσινος μανδύας και ότι κινδυνεύει με πλημμύρες το λεκανοπέδιο της Αθήνας. Άλλη τεράστια πλάνη! Πέρα από το γεγονός ότι τα νερά της Πάρνηθας οδεύουν κυρίως προς το Θριάσιο Πεδίο και ότι οι πλημμύρες είναι περισσότερο αίτιο των καταστροφών των ρεμάτων στα κατάντη, δεν φαίνεται λογικό να λέμε ότι θα πλημμυρίσει κάποια έκταση λόγω «μεγαλύτερης» διάβρωσης. Αμέσως μετά τη φωτιά ενεργοποιούνται τα ριζικά συστήματα πολλών αείφυλλων και σκληρόφυλλων θάμνων που παραβλαστάνουν και είναι σε θέση να συγκρατήσουν το νερό της βροχής στον ίδιο βαθμό που θα γινόταν και πριν τη φωτιά. Τα δέντρα, ειδικά τα πεύκα και τα έλατα, δεν έχουν ανάλογη ικανότητα κατακράτησης νερού και εδάφους σε αντίθεση με τους θάμνους και τον υπόροφο του δάσους! Άρα μια μεγάλη νεροποντή θα διαβρώσει στο ίδιο περίπου βαθμό το έδαφος είτε πριν είτε μετά τη φωτιά. Εννοείται αν δεν υπάρχει βόσκηση μετά τη φωτιά, που στην περίπτωση τουλάχιστον της Πάρνηθας εξυπακούεται. Τόσο τα αντιπλημμυρικά έργα με χρήση μπετόν και άλλες κατασκευές όσο και τα ήπια «κλαδοπλέγματα» μόνο κακό θα κάνουν σε κάθε περίπτωση. Αν είναι σχετικά εύκολο να αντιληφθούμε την υποβάθμιση από τα μεγάλα φράγματα αυτό δεν φαίνεται στην πρώτη ματιά με τα κλαδοπλέγματα που όμως έχουν περιορισμένη ικανότητα συγκράτησης υλικού σε μια μεγάλη καταιγίδα και επιπλέον θα παραμένουν εκεί, ξερά κλαδιά, έτοιμο υλικό για μελλοντική φωτιά. Πολύ περιορισμένη χρήση καμένων κορμών και πετρών ΜΟΝΟ σε σημεία μεγάλης κλίσης και χωμάτινου υποστρώματος ενδεχομένως να βοηθούσε, αλλά σε εδάφη ασβεστολιθικά και πετρώδη τα φράγματα αυτά δεν εξυπηρετούν σε τίποτα και είναι χαμένος κόπος, χρόνος και χρήμα!
Κλιματική αλλαγή;
Τέλος πολλοί αναφέρουν ότι θα προκύψουν κλιματικές αλλαγές στην Αθήνα ως αποτέλεσμα της φωτιάς:
«Το δάσος της Πάρνηθας αποτελούσε ένα από τους κύριους μηχανισμούς μείωσης της θερμοκρασίας του αέρα που έρεε από τον Βορρά προς την Αθήνα. Όμως τώρα ο αέρας θα περνά πάνω από μια καμένη μαύρη έκταση και αντί να ψύχεται, θα θερμαίνεται και πολύ μάλιστα. Η Αθήνα έχασε το σημαντικότερο μηχανισμό μείωσης της θερμοκρασίας που διέθετε. Το πρόσθετο θερμικό φορτίο που θα δεχτεί η πόλη θα είναι παραπλήσιο με αυτό που δημιουργεί η κίνηση των αυτοκίνητων. Απλά, είναι σαν να διπλασιάσαμε τα αυτοκίνητα στο λεκανοπέδιο.»
Αυτά λέει μεταξύ άλλων ένα δελτίο τύπου που κυκλοφόρησε. Τι πραγματικά συμβαίνει όμως; Πριν ειπωθεί αυτό έχουν αναλυθεί τα κλιματικά στοιχεία που δείχνουν ότι οι κυρίαρχοι άνεμοι που «ψύχουν» την Αττική είναι από τα βορειοανατολικά, από το Αιγαίο δηλαδή, και όχι από τα βορειοδυτικά; Ότι ούτως ή άλλως οι βορειοδυτικοί άνεμοι, όταν φυσούν στην Αθήνα, είναι θερμοί λόγω της καταβατικής τους φύσης και της θέρμανσης των αερίων μαζών, καθώς κατέρχονται από την Πίνδο και τα βουνά της Στερεάς Ελλάδας και όχι από μια στενή λωρίδα γης όπως αυτή που κάηκε στην Πάρνηθα; Ότι δεν ψυχόταν ο αέρας όταν περνούσε την Πάρνηθα από τη νότια πλευρά της, αλλά θερμαινόταν και όταν υπήρχε αμιγές δάσος; Γιατί τελικά τόση υπερβολή;
Τι πρέπει να γίνεται προληπτικά;
Γιατί δεν σβήνουν οι φωτιές εύκολα;
Δεν έχουν γίνει δρόμοι και αντιπυρικές λωρίδες ακούγεται κατά κόρον στα ΜΜΕ από διάφορους, ενίοτε το ζητούν και περιβαλλοντικές κινήσεις. Τεράστιο σφάλμα! Πέρα από το γεγονός ότι ήδη υπάρχουν υπερβολικά πολλοί δρόμοι στη χώρα μας, σχεδόν παντού αυτοί είναι που τελικά δημιουργούν τις εστίες που ανάβουν οι φωτιές παρά βοηθούν στο σβήσιμο τους. Μια δασική φωτιά ξεπερνάει ανεμπόδιστα φράγματα 20 και 50 και 100 μέτρων και έτσι οι αντιπυρικές ζώνες αποδεικνύονται άχρηστες. Σε παγκόσμιο επίπεδο όλες οι δασικές φωτιές σβήνουν… μόνες τους. Αποστολή των πυροσβεστών πρέπει να είναι πρωτίστως η σωτηρία ανθρώπων και δευτερευόντως υλικών αγαθών. Τα περισσότερα αεροπλάνα δεν θα αρκούν ποτέ.
Οπότε τι πρέπει να γίνεται;
Απλά ουσιαστική διαχείριση του δάσους ή της όποιας έκτασης πριν την φωτιά (που κάποια στιγμή θα υπάρξει!) με γνώμονα την αειφορία. Αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει να την αφήνουμε ως έχει. Ειδικά στα εύφλεκτα δάση πεύκου η αραίωση κατά διαστήματα επιβάλλεται για να υπάρχει και φυσική αναγέννηση και μεγαλύτερη ποικιλότητα μέσα στο δάσος, χλωρίδας και πανίδας. Η υλοτομία και η συλλογή ρητίνης πρέπει να ξαναμπεί στη λογική της διαχείρισης του δάσους. Σκοπός να περιορίζουμε την κλίμακα της επιρροής της όποιας φωτιάς. Επίσης δεν είναι λάθος να υπάρχει βόσκηση στο δάσος, αντίθετα και αυτή συμβάλλει στην βιοποικιλότητα. Μόνο που πρέπει να γίνεται με τρόπο εναλλαγής βιοτόπου ανά τακτικά χρονικά διαστήματα.
Δάση, φυσικό περιβάλλον, νομοθεσία και σύνταγμα
Πολλοί στέκονται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει δασολόγιο και κτηματολόγιο στην Ελλάδα και φυσικά έχουν δίκιο. Αλλά μόνο κατά μέρος. Φοβάμαι πολύ ότι το δασολόγιο, όταν τελικά γίνει, αν γίνει!, θα είναι η βασική αιτία υποβάθμισης όλης της υπόλοιπης γης, των χερσαίων ελληνικών οικοσυστημάτων, απλά γιατί δεν θα είναι «δάσος». Όσο και αν ακούγεται παράδοξο και υπερβολικό, αν εξαιρέσουμε τα πλούσια ορεινά δάση της ηπειρωτικής Ελλάδας και κάποια μικρά σε μέγεθος δάση των βουνών στην Κρήτη και στα άλλα νησιά, τα υπόλοιπα ελληνικά μεσογειακά δάση δεν είναι το ίδιο πολύτιμα για τη βιοποικιλότητα όσο άλλα χερσαία οικοσυστήματα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι λεγόμενες «δασικές εκτάσεις» με θάμνότοπους, τα «ανάξια λόγου» φρυγανικά οικοσυστήματα, αλλά και αμμοθίνες, ακτές, βραχονήσια, μικροί υγρότοποι, οροπέδια με παραδοσιακές καλλιέργειες και άλλα οικοσυστήματα είναι πολύ πολυτιμότερα για την βιοποικιλότητα από τα σχεδόν στεγνά σε ζωή, πευκοδάση στη χαμηλή ζώνη. Το σύνταγμα συζητιέται για το άρθρο 24 και το τι ορίζουμε ως δάσος με βάση «πότε ήταν δάσος». Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να ξεπεράσουμε αυτόν τον ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΜΟ. Το προστατευόμενο αντικείμενο πρέπει να είναι οι οικότοποι και τα είδη που κινδυνεύουν σύμφωνα με τις Οδηγίες 92/43 και 79/409 της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Επιπλέον είναι καιρός να υπάρξει Υπουργείο Περιβάλλοντος που να περιλαμβάνει και το κομμάτι εκείνο του Υπουργείου Γεωργικής Ανάπτυξης που αφορά προστασία, διαχείριση φυσικού περιβάλλοντος.
Η περίπτωση της Σαμαριάς
Το 1964 έγινε ένα μεγάλο λάθος διαχείρισης προστατευόμενης περιοχής. Διώξανε τον μικρό πληθυσμό των ντόπιων κατοίκων που καλλιεργούσε και βόσκαγε τη γη στο χωριό Σαμαριά των Λευκών Ορέων. Ο λόγος ήταν «η προστασία του Δρυμού από τη βόσκηση και η διατήρηση της γενετικής ποικιλότητας του Κρητικού Αίγαγρου, του Αγριμιού». Τα αποτέλεσματα φαίνονται πλέον καθαρά σήμερα. Ο πληθυσμός των χερσόβιων πουλιών έχει μειωθεί και μειώνεται συνεχώς μέσα στο φαράγγι, επίσης και άλλων ειδών χλωρίδας και πανίδας. Γιατί; Απλά γιατί τα πεύκα έχουν επεκταθεί και καταλάβει τις παλιότερες βοσκούμενες περιοχές και τα χωράφια. Η μείωση της χλωριδικής ποικιλότητας αντανακλάται στη μείωση των εντόμων και των πουλιών. Ακόμα και τα αγρίμια δεν βρίσκουν πλέον φαγητό και εκλιπαρούν τουρίστες και δασοφύλακες. Αλλά το μεγάλο πρόβλημα είναι η αύξηση της καύσιμης ύλης στην καρδιά του φαραγγιού, εκεί που περνάνε κάθε καλοκαίρι τόσοι και τόσοι άνθρωποι! Οι καθαρισμοί από πευκοβελόνες και ξερά κλαδιά κατά μήκος του μονοπατιού που γίνονται από το Δασαρχείο Χανίων δεν είναι αρκετά αφού μια φωτιά μπορεί να ξεκινήσει από ψηλότερα στο πευκόδασος. Είναι ΑΠΟΛΥΤΑ ΑΝΑΓΚΑΙΟ να γίνουν υλοτομήσεις που θα αραιώσουν τα πεύκα σε μια ευρεία ζώνη του φαραγγιού και ενδεχομένως ακόμα και η σταδιακή απομάκρυνση του πεύκου από το φαράγγι. Πως όμως να γίνει κάτι τέτοιο; δεν συζητιέται καν, δεν περνάει καν από το μυαλό των ιθυνόντων, άλλωστε δεν δίδονται οι πόροι από τα έσοδα του φαραγγιού για την υπηρεσία του Εθνικού Δρυμού όπως θα έπρεπε. Αλλά κάποια στιγμή μπορεί να συμβεί η φωτιά και τότε τι θα γίνει; Θα πάρει κανείς υπόψη τις εκκλήσεις των επιστημόνων, ανάμεσά τους και συναδέλφων από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης για ουσιαστική διαχείριση της Σαμαριάς; Θα κλείνει σε τακτική βάση το φαράγγι όταν το επιβάλλουν οι καιρικές συνθήκες (καύσωνες, ισχυρά μελτέμια) ή αυτό δεν συμφέρει οικονομικά;
Που να στραφεί το οικολογικό κίνημα;
Το να απαιτεί κανείς από την πολιτική ηγεσία, τους πολιτικούς και τα υπουργεία να δώσουν χρήματα και να κάνουν έργα για το δάσος μετά τη φωτιά είναι σαν να λέμε να βάλουμε το λύκο μα φυλάξει τα πρόβατα. Το ΥΠΕΧΩΔΕ το μόνο που ξέρει να κάνει, με τον τρόπο που το κάνει, είναι μελέτες, εγκρίσεις και αναθέσεις σε εργολάβους. Η πίεση των οικολογικών κινήσεων πρέπει να στραφεί στην άμεση ανάθεση σε φορείς διαχείρισης όλων των περιοχών του δικτύου Φύση 2000, άσχετα αν είναι δάσος ή οτιδήποτε άλλο. Φορείς που θα επανδρωθούν με κριτήρια οικολογικά και επιστημονικά και όχι πολιτικά και τοπικιστικά. Που θα έχουν πόρους για να ασκούν ουσιαστική παρακολούθηση και διαχείριση. Που θα εξασφαλίζουν την αειφορία. Αντί για αυτό βλέπουμε πολλές κινήσεις να θέλουν απλά να πάρουν ένα κομμάτι από την πίτα που προκύπτει από την εκάστοτε κατάσταση, κάτι σαν επαιτεία. Και από την άλλη να ακούγονται τέτοιες υπερβολές που καθιστούν αναξιόπιστο το «κίνημα».
Μιχάλης ΔρετάκηςΒιολόγος – Ορνιθολόγος,
MSc Οικολογίας,Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης Π.Κ.
http://www.ecocrete.gr/index.php?option=content&task=view&id=3867
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου